απίστωτος

απίστωτος
η, р [ος , ον ] не получивший кредита

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "απίστωτος" в других словарях:

  • απίστωτος — η, ο αυτός στον οποίο δεν έχει δοθεί πίστωση …   Dictionary of Greek

  • απίστωτος — η, ο αυτός στον οποίο δε δόθηκε ή για τον οποίο δε γράφηκε πίστωση: Η μερίδα του στα βιβλία είχε μείνει απίστωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»